Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Φαίδρα (μυθολογία)


Η Φαίδρα ήταν κόρη του βασιλιά της αρχαίας Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης. Ήταν η δεύτερη γυναίκα του ήρωα και βασιλιά της Αθήνας Θησέα.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία, όταν η Φαίδρα κυριεύθηκε από σφοδρό έρωτα με τον ονομαστό για την ομορφία του γιο του Θησέα (εκ της Αντιόπης ή Ιππολύτης), τον Ιππόλυτο, στη προσπάθειά της να τον συγκινήσει, εκείνος την απέκρουσε. Σε επόμενη συνάντησή τους η Φαίδρα δεν δίστασε να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλεί με δάκρυα ν΄ ανταποκριθεί στον παράφορο έρωτά της. Τότε ο Ιππόλυτος την απέπεμψε τόσο «σκαιότατα» που η Φαίδρα μέσα πλέον στο θυμό της έσκισε τα ενδύματά της και τρέχοντας ημίγυμνη παρουσιάσθηκε στον Θησέα διαβάλλοντας τον Ιππόλυτο ότι προσπάθησε να τη βιάσει. Τότε ο Θησέας έδιωξε από τη χώρα τον Ιππόλυτο, ο οποίος φεύγοντας σκοτώθηκε όταν τ΄ άλογα του άρματός του αφήνιασαν στη αιφνίδια θέα ενός τέρατος που είχε εκβρασθεί από τη θάλασσα. Όταν η Φαίδρα έμαθε για τον θάνατο του Ιππόλυτου, αισθανόμενη ντροπή και ενοχές αυτοκτόνησε δι΄ απαγχονισμού.
Τον μύθο αυτό εκμεταλλεύτηκε ο Ευριπίδης στη τραγωδία του «Ιππόλυτος», καθώς επίσης και πολλοί άλλοι αρχαίοι ποιητές και καλλιτέχνες.

2 σχόλια:

  1. Σημείωση: Με την τελευταία θρησκευτική επανάσταση και την καθιέρωση του Χριστιανισμού, στον κάτω κόσμο του Άδη κατήλθε επίσης και ο θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός ο οποίος και δογματικά τον κατήργησε από χώρο αέναης παραμονής των νεκρών.
    Υπήρχαν πολλοί τομείς του Άδη, συμπεριλαμβανομένων των Ηλυσίων Πεδίων και του Ταρτάρου.
    Στην Ρωμαϊκή μυθολογία, μια είσοδος στον κάτω κόσμο που βρισκόταν στο Αβέρνους, έναν κρατήρα κοντά στην Κύμη (Cumae) της Καμπανίας, ήταν ο δρόμος που ο Αινείας χρησιμοποίησε για να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Συνεκδοχικά, η λέξη Αβέρνους μπορεί να ήταν υποκατάστατο ολόκληρης της σημασίας κάτω κόσμος. Οι Ινφέριι Ντίι ήταν οι Ρωμαίοι θεοί του κάτω κόσμου.
    Οι νεκροί εισέρχονταν στον κάτω κόσμο διασχίζοντας τον ποταμό Αχέροντα, με τη βάρκα του Χάροντα, ο οποίος χρέωνε έναν οβολό για το πέρασμα, τοποθετημένο κάτω από τη γλώσσα του νεκρού από τους πιστούς συγγενείς του. Οι άποροι και όσοι δεν είχαν φίλους παρέμεναν για πάντα στην όχθη του ποταμού. Η αντίπερα όχθη φυλασσόταν από τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο που νικήθηκε από τον Ηρακλή. Πέρα από τον Κέρβερο, οι σκιές των τεθνεώτων εισέρχονταν στον Τάρταρο, τη γη των νεκρών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι πέντε ποταμοί του Άδη ήταν οι Αχέρων, Κωκυτός, Φλεγέθων, Λήθη και Στυξ.
    Η πρώτη περιοχή του Άδη περιλαμβάνει τους λειμώνες με τους ασφόδελους, που περιγράφονται στην Οδύσσεια, όπου οι σκιές των ηρώων περιφέρονται απελπισμένα μεταξύ κατώτερων πνευμάτων, που τιτιβίζουν γύρω τους σαν νυχτερίδες.
    Πέρα από κει βρισκόταν το Έρεβος, που μπορεί να θεωρηθεί ως ευφημισμός του Άδη, το όνομα του οποίου προκαλούσε φρίκη. Υπήρχαν δύο πηγές, αυτή της Λήθης, όπου οι κοινές ψυχές συνέρρεαν για να σβήσουν κάθε μνήμη, και η πηγή της Μνημοσύνης, όπου αντιθέτως έπιναν οι μύστες των Μυστηρίων. Στο προαύλιο του οδυνηρού παλατιού του Άδη και της Περσεφόνης κάθονται τρεις κριτές του κάτω κόσμου: ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός. Εκεί, μέρος ιερό αφιερωμένο στην Εκάτη, όπου συναντώνται τρεις δρόμοι, κρίνονται οι ψυχές και επιστρέφουν στους λειμώνες με τους ασφόδελους αν δεν είναι ούτε ενάρετες ούτε κακές, στέλνονται στον Τάρταρο αν είναι ασεβείς ή κακές, ή οδηγούνται στα Ηλύσια για να συντροφέψουν τις ηρωικές και τις ευλογημένες.
    Ο Άδης ήταν τρομακτική μορφή για όσους ζούσαν. Μη έχοντας καμία βιασύνη να τον συναντήσουν, ήταν σιωπηλοί στους όρκους στο όνομά του. Για πολλούς, μόνο η εκφορά της λέξης Άδης ήταν τρομακτική. Γι' αυτό και χρησιμοποιήθηκε ένας ευφημισμός. Αφού πολύτιμα ορυκτά προέρχονται κάτω από τη γη (δηλ. τον κάτω κόσμο κυβερνώμενο από τον Άδη), θεωρήθηκε πως κυβερνούσε και αυτά, και αναφερόταν ως Πλούτωνας (Πλούτων, συγγενής της λέξης πλούτος), και από κει και το Ρωμαϊκό όνομα Πλούτο. Ο Σοφοκλής αναφερόμενος στον Άδη ως τον “πλούσιο” εξήγησε με αυτά τα λόγια: “ο καταθλιπτικός Άδης εμπλουτίζει τον εαυτό του με τους αναστεναγμούς μας και τα δάκρυά μας”. Επιπροσθέτως, αποκαλείτο Κλυμένος, Ευβουλεύς και Πολυδέγμων.
    Αν και ήταν Ολύμπιος, πέρναγε τον περισσότερο χρόνο τόυ στο σκοτεινό του βασίλειο. Φοβερός στη μάχη, απέδειξε την αγριότητά του στην περίφημη Τιτανομαχία, την μάχη των Ολυμπίων εναντίον των Τιτάνων, που καθιέρωσε την εξουσία του Δία.
    Εξαιτίας της σκοτεινής και μακάβριας προσωπικότητάς του δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός ούτε από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους. Ο χαρακτήρας του περιγράφεται ως “άγριος και αμείλικτος”, και από όλους τους θεούς ήταν κατά πολύ ο πιο μισητός από τους θνητούς. Ωστόσο, δεν ήταν κακός θεός, γιατί, αν και ήταν ήταν αυστηρός, ανηλεής και χωρίς επιείκεια, ήταν όμως δίκαιος. Ο Άδης κυβερνούσε τον κάτω κόσμο και επομένως ήταν πιο συχνά συνδεδεμένος με τον θάνατο και τρομακτικός στους ανθρώπους, αλλά δεν ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Η πραγματική προσωποποίηση του θανάτου ήταν ο Θάνατος.
    Όταν οι Έλληνες προσεύχονταν στον Άδη, χτυπούσαν τα χέρια τους στο έδαφος για να είναι σίγουροι πως τους ακούει. Μαύρα ζώα, όπως πρόβατα, θυσιάζονταν προς τιμήν του, και πιστεύεται πως κάποια στιγμή προσφέρθηκαν ακόμα και ανθρωποθυσίες. Το αίμα από τις θυσίες στον Άδη έσταζαν σε λάκκο για να τον φτάσουν. Το πρόσωπο που πρόσφερε τη θυσία έπρεπε να γυρίσει το κεφάλι του. Κάθε εκατό χρόνια λάμβαναν χώρα εορτές προς τιμή του.
    Το όπλο του Άδή ήταν ένα δίκρανο, με το οποίο διέλυε ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του ή ό,τι δεν του ήταν αρεστό, σχεδόν ότι έκανε και ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του.
    Στα αντικείμενα που κατείχε και τον προσδιόριζαν ανήκε και ένα περίφημο κράνος, δοσμένο από τους Κύκλωπες, που καθιστούσε όποιον το φορούσε αόρατο. Είναι γνωστό πως ο Άδης μερικές φορές δάνειζε το κράνος του αυτό και σε θεούς και σε ανθρώπους (όπως στον Περσεά). Το σκοτεινό του άρμα, συρόμενο από τέσσερα μαύρα άλογα, πάντοτε ήταν εντυπωσιακό και τρομακτικό στη θέα. Επίσης στον Άδη αποδίδονται ο Νάρκισσος και τα κυπαρίσσια, το Κλειδί του Άδη και ο Κέρβερος, ο τρικέφαλος σκύλος. Καθόταν σε έναν εβένινο θρόνο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή